“Ο τέλειος οινικός γάμος.”
Στο σχολείο, στο μάθημα της φυσικής, είχαμε μάθει ένα θεμελιώδες θεώρημα.
“Τα ετερώνυμα έλκονται”.
Δεν ξέρω κατά πόσο αυτό έχει ισχύ ως προς τους ανθρώπους, αλλά στις ποικιλίες σταφυλιού, υπάρχει ένα παράδειγμα που έχει αφοπλιστική εφαρμογή. Και μάλιστα χωρίς να είναι και ομοεθνής.
Ο έρωτας εξάλλου δεν έχει σύνορα. Και ειλικρινά εδώ μιλάμε για έναν έρωτα και για ένα δέσιμο ζευγαριού που άνετα θα μπορούσε να “γραφτεί” το όνομά του δίπλα στα διάσημα ζευγάρια της ιστορίας.
Μιλάω φυσικά για το ελληνικότατο Ασύρτικο και το γαλλικών καταβολών Sauvignon Blanc (Σοβινιόν Μπλαν).
Ηθικός αυτουργός γι’ αυτό το προξενιό θεωρείται η βόρεια Ελλάδα, όπου το σταφύλι (Sauvignon blanc) έχει πολύ καλή εκφραστικότητα.
Το ψυχρότερο κλίμα της, σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα, του θυμίζει περισσότερο την πατρίδα του και το κρασί παρουσιάζει περισσότερο αρωματικό στοιχείο, διαφοροποιημένο πάντως ως προς τη γενέτειρά του (ερίζουν γι’ αυτήν το Μπορντώ και η κοιλάδα του Λίγηρα), καθώς στον ελληνικό αμπελώνα, σπανίως θα συναντήσουμε το χαρακτηριστικό άρωμα του φρεσκοκομμένου γρασιδιού και τον φρέσκων σπαραγγιών, αλλά αντ’ αυτού πάρα πολύ τροπικό φρούτο.
Η ποικιλία πρωτοφυτεύτηκε στο Κτήμα Πόρτο Καρράς, αλλά το μεγάλο του “ξέσπασμα” και η ευρεία γνωριμία του με το ελληνικό κοινό έγινε την 10ετία του 90’ με τον Αμέθυστο του Κτήματος Κώστα Λαζαρίδη, όταν οινολόγος τότε στο κτήμα ήταν ο Βασίλης Τσακτσαρλής, συνιδιοκτήτης σήμερα του Κτήματος Βιβλία Χώρα (μαζί με τον Βαγγέλη Γεροβασιλείου).
Το Sauvignon blanc σήμερα θα το συναντήσουμε σε πολλά μέρη του ελληνικού αμπελώνα (Εύβοια, Πελοπόννησο, Κρήτη κ.α.) με πολύ καλά αποτελέσματα, δεν είναι όμως μυστικό πως το συγκεκριμένο σταφύλι εκφράζεται εντυπωσιακότερα στην Μακεδονία και ειδικά την Ανατολική (Δράμα, Καβάλα) όπου και υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις φύτευσής του, και αυτό γιατί αγαπάει τα ψυχρά κλίματα, που του χαρίζουν κρυστάλλινο αρωματικό χαρακτήρα.
Από τη μία λοιπόν έχουμε αυτή τη κοσμοπολίτικη ποικιλία (που όχι άδικα θεωρείται ως η δεύτερη καλύτερη και πολυφυτεμένη λευκή, σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά το Chardonnay [Σαρντονέ]), με το απίστευτης έντασης αρωματικό δυναμικό του (τροπικό φρούτο, φυτικότητα, εσπεριδοειδή), τον κρυστάλλινο “ψυχρό” χαρακτήρα του, που χαρίζει στο κρασί απίστευτη δροσιά και φρεσκάδα, αλλά χωρίς πολύ οξύτητα, αφού δεν παύει ακόμα και στη βόρεια Ελλάδα, να μην μπορεί να βρει το κρύο που χρειάζεται για να δώσει την οξύτητά του.
Από την άλλη έχουμε το ελληνικό διαμάντι, το Ασύρτικο. Δομή, σώμα, οξύτητα, ανθικό άρωμα και σιδερένια πυγμή. Έρχεται να συμπληρώσει εκεί που “υστερεί” το πρώτο. Καταλαβαίνουμε λοιπόν τι δημιουργείται από το χαρμάνιασμα των δύο αυτών ποικιλιών;
Ένα κρασί με άρωμα, οξύτητα, δομή και φρεσκάδα.
Με ιδιαίτερη αγάπη στο πέρασμα από βαρέλι, αλλά κυρίως μιλάμε για κρασί φρέσκο και δροσερό, που αν το καταναλώσουμε μέσα στα πρώτα 2 χρόνια ζωής του, θα μας προσφέρει απίστευτες συγκινήσεις.
Λατρεύει τα θαλασσινά, τα τηγανητά ψάρια, τα ζυμαρικά με σάλτσα pesto, το φιλέτο κοτόπουλο, τις πράσινες σαλάτες, αλλά και λόγω του μεγάλου αρωματικού του δυναμικού, είναι εξαιρετικό ως απεριτίφ, σερβιρισμένο σε θερμοκρασία 9-10 βαθμούς Κελσίου.
Ένας οινικός ”γάμος” που μας έχει δώσει κάποια από τα “μεγαλύτερα” λευκά κρασιά της Ελλάδας, και δεν είναι ντροπή να το παραδεχτούμε.